- περιμάζε(υ)μα
- τό1) собирание, сбор; подбирание; 2) куча, груда; 3) πλ. хлам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιμάζε(υ)μα — το, Ν [περιμαζεύω] 1. το να περιμαζεύει κανείς πράγματα σκόρπια 2. ό,τι έχει περιμαζέψει κάποιος 3. πληθ. τα περιμαζέματα συγκέντρωση από ευτελή ή κατώτερης ποιότητας πράγματα ή πρόσωπα … Dictionary of Greek